συγκυρία

συγκυρία
η
τυχαία εμφάνιση γεγονότων, σύμπτωση: Η διεθνής πολιτική συγκυρία ευνόησε την επιβολή ολοκληρωτικού καθεστώτος στη χώρα μας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκυρία — συγκυρίᾱ , συγκυρία chance fem nom/voc/acc dual συγκυρίᾱ , συγκυρία chance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκυρία — η, ΝΜΑ [συγκυρῶ (II)] 1. τυχαία σύμπτωση, συντυχία 2. φρ. «κατά συγκυρία», «κατὰ συγκυρίαν» κατά τύχη, τυχαία νεοελλ. φρ. «οικονομική συγκυρία» (οικον.) το σύνολο τών οικονομικών, κοινωνικών, τεχνικών κ.ά. περιστάσεων που προσδιορίζουν την… …   Dictionary of Greek

  • συγκυρίας — συγκυρίᾱς , συγκυρία chance fem acc pl συγκυρίᾱς , συγκυρία chance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκυρίαν — συγκυρίᾱν , συγκυρία chance fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκυρίης — συγκυρία chance fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • παναραβισμός — Μία από τις πλέον παρεξηγημένες ίσως έννοιες στη σύγχρονη διεθνή ιστορία είναι η έννοια του αραβισμού, δηλαδή του σύγχρονου εθνικισμού των Αράβων, που στηρίζεται στην έννοια του αραβισμού ή του αραβικού έθνους. Το κριτήριο της εθνικής ταυτότητας …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • διόρθωση — η (AM διόρθωσις) [διορθώ] 1. επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση 2. εξάλειψη τών λαθών εντύπου ή γραπτού νεοελλ. 1. βελτίωση, καλυτέρευση, διαρρύθμιση 2. το γραπτό ή έντυπο κείμενο για τον έλεγχο και την αποκατάσταση τών σφαλμάτων 3. στρατ. τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”